- ακροβολία
- (I)και ακροβολιά, ησκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + βολή].————————(II)ἀκροβολία, η (Α) [ἀκρόβολος]αψιμαχία, ακροβολισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροβολίας — ἀκροβολίᾱς , ἀκροβολία slinging fem acc pl ἀκροβολίᾱς , ἀκροβολία slinging fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολίαι — ἀκροβολία slinging fem nom/voc pl ἀκροβολίᾱͅ , ἀκροβολία slinging fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολίαις — ἀκροβολία slinging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόβολος — ἀκρόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε στην κορυφή από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκροβολίζομαι, ἀκροβολῶ αρχ. ἀκροβολία (ΙΙ)] … Dictionary of Greek